- ομηγυρης
- ὁμηγυρήςὁμηγῠρήςдор. ὀμᾱγῠρής 2Pind. = ὁμηγερής См. ομηγερης
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ομηγυρής — ὁμηγυρής και δωρ. τ. ὁμαγυρής, ές (Α) συναθροισμένος, συγκεντρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμήγυρις*, κατά τα σιγμόληκτα επίθ. σε ής] … Dictionary of Greek
ὁμηγυρέα — ὁμηγυρής neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ὁμηγυρής masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηγυρέας — ὁμηγυρής masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηγυρέες — ὁμηγυρής masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) … Dictionary of Greek
ὁμηγυρέεσσι — ὁμήγυρις assembly fem dat pl (epic) ὁμηγυρής masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηγυρέεσσιν — ὁμήγυρις assembly fem dat pl (epic) ὁμηγυρής masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)